παππόθεν

παππόθεν
Μ
επίρρ. από τον παππού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μητρό-θεν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παπποτερόθεν — Μ επίρρ. από προγονική κληρονομιά («ὦ βασιλέων βασιλεῡ... καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον ἀπὸ παπποτερόθεν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθ. παππόθεν, με επίδραση τών ετέρωθεν εκατέρωθεν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”